- παγκρεατικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πάγκρεας(α. «παγκρεατική έκκριση» β. «παγκρεατική αρτηρία»)2. φρ. α) «παγκρεατικός διαβήτης»ιατρ. διαβήτης που εμφανίζεται ως συνέπεια ολικής παγκρεατεκτομήςβ) «παγκρεατικό υγρό»(βιοχ.) υγρό που εκκρίνεται από το πάγκρεας, απελευθερώνεται στο δωδεκαδάκτυλο και αποτελεί έναν από τους κύριους παράγοντες τής πέψηςγ) «παγκρεατικός πόρος»ανατ. πόρος τού παγκρέατος που εκβάλλει στο δωδεκαδάκτυλο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pancreatique (< πάγκρεας). Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Δαμ. Γεωργίου].
Dictionary of Greek. 2013.